ουρανόραμα

ουρανόραμα
το планетарий (аппарат)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ουρανόραμα" в других словарях:

  • ουρανόραμα — το τύπος πλανηταρίου, δηλαδή μηχανικής συσκευής με την οποία επιτυγχάνεται η πανοραμική προβολή, πάνω σε τεχνητό ημισφαιρικό ουράνιο θόλο, τών σημαντικότερων ουράνιων σωμάτων και τών κινήσεών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + όραμα] …   Dictionary of Greek

  • ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… …   Dictionary of Greek

  • πλανητάριο — το 1. μηχανικό σύστημα που αναπαρασταίνει την κίνηση των πλανητών, ουρανόραμα. 2. η αίθουσα όπου είναι εγκατεστημένο το πλανητάριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»